ὀπηδητήρ

ὀπηδητήρ
ὀπηδ-ητήρ· σύνοδος, ἀκόλουθος, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οπηδητήρ — ὀπηδητήρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος, ἀκόλουθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπηδῶ «ακολουθώ κάποιον, συντροφεύω» + επίθημα τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • οπαδητήρ — ὀπαδητήρ, ῆρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. οπηδητήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”